Ελληνικά » Γερμανικά

πυριτικ|ός <-ή, -ό> [piritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πυριτικός
Silicium-, Kiesel-
Kieselsäure θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский