Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόχειρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόχειρ|ος <-η, -ο> [ˈprɔçirɔs] ΕΠΊΘ

1. πρόχειρος (έτοιμος για χρήση):

πρόχειρος

2. πρόχειρος (λόγος: χωρίς προμελέτη):

πρόχειρος

3. πρόχειρος (προσωρινός):

πρόχειρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский