Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωτόκολλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωτόκολλο [prɔˈtɔkɔlɔ] SUBST ουδ

1. πρωτόκολλο (όπου καταγράφεται κάτι):

πρωτόκολλο
Register ουδ

2. πρωτόκολλο (κανόνες εθιμοτυπίας) ΠΟΛΙΤ:

πρωτόκολλο
Protokoll ουδ

3. πρωτόκολλο Η/Υ:

πρωτόκολλο
Protokoll ουδ
πρωτόκολλο επικοινωνίας

Παραδειγματικές φράσεις με πρωτόκολλο

πρωτόκολλο επικοινωνίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский