Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωταρχίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωταρχί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔtarˈçizɔ] VERB μεταβ

1. πρωταρχίζω (αρχίζω για πρώτη φορά):

πρωταρχίζω

2. πρωταρχίζω (κάνω την αρχή):

πρωταρχίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский