Ελληνικά » Γερμανικά

προφητικ|ός <-ή, -ό> [prɔfitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

διαφορικό [ðiafɔriˈkɔ] SUBST ουδ

1. διαφορικό (αυτοκινήτου):

Differenzial ουδ

2. διαφορικό ΜΑΘ:

Differenzial ουδ

προφυλακή [prɔfilaˈci] SUBST θηλ

προφαινικ|ός <-ή, -ό> [prɔfɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

προφυλακτικό [prɔfilaktiˈkɔ], προφυλαχτικό [prɔfilaxtiˈkɔ] SUBST ουδ

προσηγορικό ουδ ΓΛΩΣΣ
προσηγορικό ουδ ΓΛΩΣΣ
Appellativ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский