Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προφέρ|ω <-α> [prɔˈfɛrɔ] VERB μεταβ

1. προφέρω (κατά ορισμένο τρόπο):

προφέρω

2. προφέρω (ξεστομίζω, λέω):

προφέρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский