Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσωπιδοφόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσωπιδοφόρ|ος <-α, -ο> [prɔsɔpiðɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

προσωπιδοφόρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский