Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσηλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσηλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [prɔsiˈlɔnɔ] VERB μεταβ (βλέμμα)

προσηλώνω σε
richten auf +αιτ

II . προσηλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (αφοσιώνομαι)

Παραδειγματικές φράσεις με προσηλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский