Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσανατολίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσανατολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔsanatɔˈlizɔ] VERB μεταβ και μτφ

προσανατολίζω

II . προσανατολίζομαι VERB αυτοπ ρήμα και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский