Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προοδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προοδ|εύω <-εψα, -ευμένος> [prɔɔˈðɛvɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με προοδεύω

προοδεύω πολύ γρήγορα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский