Ελληνικά » Γερμανικά

προξενητής (προξενήτρα) [prɔksɛniˈtis, prɔksɛˈnitra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. προξενητής (για γάμο):

προξενητής (προξενήτρα)
Ehevermittler(in) αρσ (θηλ)
προξενητής (προξενήτρα)
Heiratsvermittler(in) αρσ (θηλ)

2. προξενητής (γενικότερα):

προξενητής (προξενήτρα)
Vermittler(in) αρσ (θηλ)

πυροξενίτης [pirɔksɛˈnitis] SUBST αρσ

προξενιά [prɔksɛˈɲa] SUBST θηλ, προξενιό [prɔksɛˈɲɔ] SUBST ουδ

1. προξενιά (για γάμο):

2. προξενιά (γενικότερα):

Vermittlung θηλ

προξενείο [prɔksɛˈniɔ] SUBST ουδ

προξεν|εύω <-εψα, -εμένος> [prɔksɛˈnɛvɔ] VERB μεταβ

προξενικ|ός <-ή, -ό> [prɔksɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

προξεν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [prɔksɛˈnɔ] VERB μεταβ

προπονητής (προπονήτρια) [prɔpɔniˈtis, prɔpɔˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский