Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκαταβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προκαταβ|άλλω <-αλα, -λήθηκα> [prɔkataˈvalɔ] VERB μεταβ

1. προκαταβάλλω (πληρώνω πρόωρα):

προκαταβάλλω

2. προκαταβάλλω (για αγορά):

προκαταβάλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский