Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προθέρμανση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προθέρμανσ|η <-εις> [prɔˈθɛrmansi] SUBST θηλ meist ενικ

1. προθέρμανση ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

προθέρμανση
Vorheizung θηλ

2. προθέρμανση ΑΘΛ:

προθέρμανση
Aufwärmen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский