Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προεξοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προεξοχή [prɔɛksɔˈçi] SUBST θηλ

1. προεξοχή (αντικειμένου):

προεξοχή
Vorsprung αρσ

2. προεξοχή ΑΣΤΡΟΝ (στον ήλιο):

προεξοχή
Protuberanz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский