Ελληνικά » Γερμανικά

προγραμματιστής (προγραμματίστρια) [prɔɣramatisˈtis, prɔɣramaˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) Η/Υ

προγραμματιστής (προγραμματίστρια)
Programmierer(in) αρσ (θηλ)

προγραμματισμός [prɔɣramatizˈmɔs] SUBST αρσ

2. προγραμματισμός Η/Υ:

προγραμματικ|ός <-ή, -ό> [prɔɣramatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

απρογραμμάτιστ|ος <-η, -ο> [aprɔɣraˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

1. απρογραμμάτιστος (επίσκεψη):

2. απρογραμμάτιστος (πολιτική: χαώδης):

3. απρογραμμάτιστος Η/Υ (εφαρμογή, συσκευή):

προγραμματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [prɔɣramaˈtizɔ] VERB μεταβ

2. προγραμματίζω (συσκευή) Η/Υ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский