Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προέχω [prɔˈɛxɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

1. προέχω (προεξέχω):

προέχω

2. προέχω (έχω μεγαλύτερη σημασία):

προέχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский