Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πριονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πριονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [priɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. πριονίζω (επεξεργάζομαι με πριόνι):

πριονίζω

2. πριονίζω (κόβω σε κομμάτια):

πριονίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский