Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρίμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρίμο [ˈprimɔ] SUBST ουδ αμετάβλ ΜΟΥΣ

πρίμο
erste Stimme θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский