Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πουλόβερ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πουλόβερ [puˈlɔvɛr] SUBST ουδ αμετάβλ

1. πουλόβερ (με μανίκια):

πουλόβερ
Pullover αρσ

2. πουλόβερ (χωρίς μανίκια):

πουλόβερ
Pullunder αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πουλόβερ

πουλόβερ ουδ από μοχέρ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский