Ελληνικά » Γερμανικά

πονοκέφαλος [pɔnɔˈcɛfalɔs] SUBST αρσ ενικ

πονοκέφαλος
Kopfschmerzen αρσ πλ
πονοκέφαλος (πρόβλημα, στενοχώρια) αρσ μτφ
Sorge θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский