Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολιτευόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολιτευόμεν|ος (-η) [pɔlitɛˈvɔmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πολιτευόμενος (-η)
Politiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский