Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποικίλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ποικίλ|λω <-α, -μένος> [piˈcilɔ] VERB μεταβ

1. ποικίλλω (στολίζω):

ποικίλλω

2. ποικίλλω (παραλλάζω):

ποικίλλω

II . ποικίλ|λω <-α, -μένος> [piˈcilɔ] VERB αμετάβ (είμαι ειδών ειδών)

ποικίλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский