Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πνευματιστής , πνευματιστικός και πνευματισμός

πνευματιστής (πνευματίστρια) [pnɛvmatisˈtis, pnɛvmaˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πνευματιστής (πνευματίστρια)
Spiritist(in) αρσ (θηλ)

πνευματιστικ|ός <-ή, -ό> [pnɛvmatistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πνευματισμός [pnɛvmatizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский