Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλουτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πλουτ|αίνω <-υνα> [pluˈtɛnɔ], πλουτί|ζω [pluˈtizɔ] <-σα> VERB μεταβ

1. πλουταίνω (κάνω κάποιον πλούσιο):

2. πλουταίνω (επεκτείνω: συλλογή):

II . πλουτ|αίνω <-υνα> [pluˈtɛnɔ], πλουτί|ζω [pluˈtizɔ] <-σα> VERB αμετάβ (γίνομαι πλούσιος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский