Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλιάτσικο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλιάτσικο [ˈpʎatsikɔ] SUBST ουδ

1. πλιάτσικο (λεία):

πλιάτσικο
Beute θηλ

2. πλιάτσικο (λαφυραγωγία):

πλιάτσικο
Plünderung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский