Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλημμέλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλημμέλημα [pliˈmɛlima] SUBST ουδ

πλημμέλημα
Vergehen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский