Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλεονεκτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλεονεκτ|ώ <-είς> [plɛɔnɛkˈtɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

πλεονεκτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский