Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλανερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλανερ|ός <-ή, -ό> [planɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. πλανερός (απατηλός):

πλανερός

2. πλανερός (που αποπλανά):

πλανερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский