Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλάσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλάσιμο [ˈplasimɔ] SUBST ουδ

1. πλάσιμο (πλάση):

πλάσιμο
Schaffen ουδ

2. πλάσιμο (τελική διαμόρφωση):

πλάσιμο
Gestaltung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский