Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιστολάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιστολάκι [pistɔˈlaci] SUBST ουδ (σεσουάρ)

πιστολάκι
Haartrockner αρσ
πιστολάκι
Fön ® αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский