Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φιλοτιμία , γκιλοτίνα , πιλοτικός , φιλοτιμώ και πιλοτάρω

πιλοτικ|ός <-ή, -ό> [pilɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γκιλοτίνα [ɟilɔˈtina] SUBST θηλ

φιλοτιμία [filɔtiˈmia] SUBST θηλ

πιλοτάρ|ω <-ισα> [pilɔˈtarɔ] VERB μεταβ

I . φιλοτιμ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [filɔtiˈmɔ] VERB μεταβ (διεγείρω τη φιλοτιμία)

II . φιλοτιμούμαι o φιλοτιμιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский