Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πικρά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πίκρα [ˈpikra] SUBST θηλ

1. πίκρα (γεύση):

Bitterkeit θηλ

2. πίκρα (συναίσθημα):

Verbitterung θηλ

3. πίκρα (βίωμα):

4. πίκρα (εμπειρία):

Παραδειγματικές φράσεις με πικρά

bittere/leere Worte ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский