Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περονιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περονιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɛrɔˈɲazɔ] VERB μεταβ

1. περονιάζω (τρυπώ):

περονιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский