Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιφρόνηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιφρόνησ|η <-εις> [pɛriˈfrɔnisi] SUBST θηλ

1. περιφρόνηση (μη υπολόγιση: συνθήκες, νόμο κτλ):

περιφρόνηση
Missachtung θηλ

2. περιφρόνηση (καταφρόνηση):

περιφρόνηση
Verachtung θηλ

3. περιφρόνηση (επίδειξη προσβλητικής αδιαφορίας):

περιφρόνηση
Ignorierung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με περιφρόνηση

με έσχατη περιφρόνηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский