Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιτύλιγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιτύλιγμα [pɛriˈtiliɣma] SUBST ουδ

1. περιτύλιγμα (περιτύλιξη):

περιτύλιγμα
Einwickeln ουδ

2. περιτύλιγμα (το χαρτί):

περιτύλιγμα
Verpackung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский