Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περισπασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περισπασμός [pɛrispazˈmɔs] SUBST αρσ

1. περισπασμός (ό,τι αποσπά):

περισπασμός
Ablenkung θηλ

2. περισπασμός (δυσκολία):

περισπασμός
Schwierigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский