Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛripiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. περιποιούμαι (άρρωστο, κήπο):

περιποιούμαι

2. περιποιούμαι (πελάτη: εξυπηρετώ):

περιποιούμαι

3. περιποιούμαι (πελάτη κτλ: δίχνομαι φιλοφρονητικός):

περιποιούμαι
περιποιούμαι κάποιον για τα καλά ειρων (δέρνω)

Παραδειγματικές φράσεις με περιποιούμαι

περιποιούμαι κάποιον για τα καλά ειρων (δέρνω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский