Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιπλοκή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιπλοκή [pɛriplɔˈci] SUBST θηλ

1. περιπλοκή (δυσκολία):

περιπλοκή
Komplikation θηλ

2. περιπλοκή (μπέρδεμα):

περιπλοκή
Verwicklung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский