Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιοδική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
περιοδική συνάρτηση
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „περιοδική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
έγγεια περιοδική οφειλή θηλ
περιοδική ενοχική σχέση θηλ
Ablösungsrente ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
περιοδική πρόσοδος θηλ εξαγοράς
Geldrente ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
χρηματική περιοδική πρόσοδος θηλ
περιοδική πρόσοδος θηλ διατροφής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский