Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιγέλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιγέλιο [pɛriˈjɛʎɔ] SUBST ουδ

1. περιγέλιο (λόγος):

περιγέλιο
Spott αρσ
περιγέλιο
Gespött ουδ

2. περιγέλιο (αντικείμενο χλευασμού):

περιγέλιο
Gespött ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский