Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πενιχρότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πενιχρότητα [pɛniˈxrɔtita] SUBST θηλ

1. πενιχρότητα (ιδιότητα του φτωχικού):

πενιχρότητα
Ärmlichkeit θηλ

2. πενιχρότητα (ιδιότητα του λιγοστού):

πενιχρότητα
Spärlichkeit θηλ

3. πενιχρότητα (αποτελεσμάτων):

πενιχρότητα
Dürftigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский