Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πενθήμερο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πενθήμερο [pɛnˈθimɛrɔ] SUBST ουδ

1. πενθήμερο (γενικά):

πενθήμερο
fünf Tage αρσ πλ

2. πενθήμερο ΜΕΤΕΩΡ:

πενθήμερο
Pentade θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский