Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πελατεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πελατεία [pɛlaˈtia] SUBST θηλ

1. πελατεία (γενικά):

πελατεία
Kundschaft θηλ
εκλεκτή πελατεία
εκλογική πελατεία ΠΟΛΙΤ
Wählerschaft θηλ
επιχειρηματική πελατεία
πελατεία από το εξωτερικό
περαστική πελατεία
τακτική πελατεία
πελατεία τράπεζας

2. πελατεία (δικηγόρου):

πελατεία
Klientel θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πελατεία

εκλεκτή πελατεία
περαστική πελατεία
τακτική πελατεία
πελατεία τράπεζας
εκλογική πελατεία ΠΟΛΙΤ
πελατεία από το εξωτερικό
φήμη και πελατεία
Goodwill αρσ
εκπτώσεις θηλ πλ στην πελατεία
Kundenrabatt αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский