Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πατριαρχικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πατριαρχικός <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. πατριαρχικός ΘΡΗΣΚ:

πατριαρχικός

2. πατριαρχικός μτφ (χαρακτήρας, τρόπος ζωής):

πατριαρχικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский