Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πασπατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πασπατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [paspaˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. πασπατεύω:

πασπατεύω κάτι
an etw δοτ herumtasten

2. πασπατεύω (με επικριτικό ύφος):

πασπατεύω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με πασπατεύω

πασπατεύω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский