Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρών“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρ|ών <-ούσα, -όν> [paˈrɔn] ΕΠΊΘ

1. παρών (παραβρισκόμενος):

παρών
πανταχού παρών
Καραγιάννης; - παρών!

2. παρών (που έχουμε στα χέρια μας):

παρών
hiermit

Παραδειγματικές φράσεις με παρών

πανταχού παρών
παρών κίνδυνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский