Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρασκευάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παρασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [parascɛˈvazɔ] VERB μεταβ

1. παρασκευάζω (προετοιμάζω):

παρασκευάζω

2. παρασκευάζω (φαγητό):

παρασκευάζω

3. παρασκευάζω (φάρμακο):

παρασκευάζω

II . παρασκευάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με παρασκευάζω

παρασκευάζω μπίρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский