Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραπέμπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραπέμ|πω <-ψα, -φθηκα> [paraˈpɛmbɔ] VERB μεταβ

1. παραπέμπω (υπόθεση):

παραπέμπω σε
weiterleiten an +αιτ

2. παραπέμπω (σε βιβλίο, κείμενο):

παραπέμπω σε
verweisen auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский