Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραμορφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραμορφώ|νω <-σα, θηκα, -μένος> [paramɔrˈfɔnɔ] VERB μεταβ

1. παραμορφώνω (εξωτερική εμφάνιση, πρόσωπο):

παραμορφώνω

2. παραμορφώνω (λόγια, αλήθεια):

παραμορφώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский