Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραδουλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραδουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [paraðuˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. παραδουλεύω (δουλεύω υπερβολικά):

παραδουλεύω

2. παραδουλεύω (δουλεύω ως παραδουλεύτρα):

παραδουλεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский